σφυρό

σφυρό
το / σφυρόν, ΝΜΑ
καθεμιά από τις οστεώδεις προεξοχές τού κάτω άκρου τού οστού τής κνήμης και τής περόνης από τις οποίες η έσω, που είναι και παχύτερη, αποτελεί απόφυση τού κυρίως κνημικού οστού, ενώ η έξω, που είναι και πιο λεπτή, αποτελεί απόφυση τού οστού τής περόνης, ο αστράγαλος, κν. κότσι
μσν.-αρχ.
μτφ. πρόποδες όρους, υπώρειες
αρχ.
συνεκδ. ολόκληρο το πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σφυρόν ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *(s)p)h)r- τής ΙΕ ρίζας *(s)p(h)er- «πηδώ, κλοτσώ, σπαρταρώ» (βλ. λ. σπαίρω) με απόδοση τού φωνηεντικού -r -ως -υρ- (βλ. λ. σφύρα) και συνδέεται με αρχ. ινδ. sphurati «πηδώ» και αρχ. άνω γερμ. spuri-halz «κουτσός» (πιθ. μέσω μιας σημ. «με παράλυτους αστραγάλους»), spor «ίχνος πέλματος», sporo «πτερνιστήρας». Στην ίδια οικογένεια με ιδιαίτερες σημασιολογικές εξελίξεις ανάγονται και οι τ. σφαῖρα* και σφῦρα*).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφύρο — το κυρίως στον πληθ., σφυρά, τα οι αστράγαλοι, προεξοχές στο κάτω μέρος της κνήμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • καρδιοκοπώ — καρδιοκοπῶ (Μ) οδύρομαι από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • κυνοκοπώ — κυνοκοπῶ, έω (Α) ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • κυρτοπέλεκυ — ο είδος πελέκεως με κυρτό σιδερένιο έλασμα, τον οποίο χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + πέλεκυς (πρβλ. σφυρο πέλεκυς)] …   Dictionary of Greek

  • λοξοτομώ — τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο τομώ, σφυρο τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • οστοδέτης — ὀστοδέτης, ὁ (Α) εμπειρικός γιατρός ειδικός στα κατάγματα και στις εξαρθρώσεις οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. σφυρο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • πασσαλοκοπώ — έω, αττ. τ. πατταλοκοπώ, Α μπήγω πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”