σφύρο — το κυρίως στον πληθ., σφυρά, τα οι αστράγαλοι, προεξοχές στο κάτω μέρος της κνήμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
καρδιοκοπώ — καρδιοκοπῶ (Μ) οδύρομαι από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κυνοκοπώ — κυνοκοπῶ, έω (Α) ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
κυρτοπέλεκυ — ο είδος πελέκεως με κυρτό σιδερένιο έλασμα, τον οποίο χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + πέλεκυς (πρβλ. σφυρο πέλεκυς)] … Dictionary of Greek
λοξοτομώ — τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο τομώ, σφυρο τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
οστοδέτης — ὀστοδέτης, ὁ (Α) εμπειρικός γιατρός ειδικός στα κατάγματα και στις εξαρθρώσεις οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. σφυρο δέτης] … Dictionary of Greek
πασσαλοκοπώ — έω, αττ. τ. πατταλοκοπώ, Α μπήγω πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek